λῆμμ'

λῆμμ'
λῆμμα , λῆμμα
anything received
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λήμμα — Το αποκομιζόμενο εισόδημα, η πρόσοδος, το κέρδος. Στη Λογική, λ. ονομάζεται η μείζων πρόταση από την οποία δημιουργείται το συμπέρασμα, ενώ οι λεξικογράφοι ονομάζουν λ. τον αρχικό τύπο στον οποίο υπάγεται η τυπολογική και σημασιολογική πραγματεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”